1 εποψιδιος
(χόνδρος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > εποψιδιος
2 χονδρος
(ἄλφιτον, ἅλες Arst.)
(ἁλός Her.; λιβανωτοῦ Luc.)
(τὰ οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.)
(χ. ἐποψίδιος Anth.)
(ἔστι ὅ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > χονδρος
3 ηδυμιγης
(χόνδρος ἐποψίδιος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > ηδυμιγης